Χαμηλές αποδοχές και περισσότερες ώρες εργασίας

  • 31/8/2024 • 44 προβολές
Σύμφωνα με ανάλυση του ΚΕΠΕ (Οικονομικές Εξελίξεις, τεύχος 54), η ελληνική οικονομία κατέχει την τελευταία θέση μέσου μισθού -στις χώρες της ΕΕ-27- ανά δεδουλευμένη ώρα εργασίας, δηλαδή ωρομισθίου υπολογισμένη σε όρους κοινής αγοραστικής δύναμης.

Ο όρος κοινή αγοραστική δύναμη αποτυπώνει πόσες χρηματικές μονάδες κοστίζει μια συγκεκριμένη ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών σε διαφορετικές χώρες.

Για την περίοδο 1995-2008, η αγοραστική δύναμη του μέσου καταβεβλημένου ωρομισθίου στην Ελλάδα υπολογιζόταν στο 60% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ-27, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην 8η ή 9η θέση από το τέλος και με μια συγκλίνουσα τάση προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Από το 2009 και ύστερα η αγοραστική δύναμη των μισθών ανά ώρα εργασίας διαγράφει καθοδική πορεία. Ιδιαίτερα από το 2020 η αγοραστική δύναμη του ωρομισθίου στην Ελλάδα συγκλίνει με αυτό της Βουλγαρίας (τελευταία στην ΕΕ-27) και έκτοτε η απόστασή τους διευρύνεται.

Παράλληλα από το 2020 έως και το 2023, την περίοδο της πανδημίας, η Ελλάδα καταγράφει μέση αύξηση των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στο +9,25% τριπλάσια δηλαδή του μέσου όρου της ΕΕ-27 (3,4%).

Στη διάρκεια της δεκαπενταετούς κρίσης από το 2009 η Ελλάδα παρουσιάζει την μεγαλύτερη μείωση στο ύψος των πραγματικών ωρομισθίων (-23,7%) με δεύτερη την Ουγγαρία (-15%).

Σύμφωνα με τον δείκτη σταθερού ορίου φτώχειας, το 2015 το 40% των εργαζομένων όλων των κατηγοριών ζούσε με διαθέσιμο εισόδημα μικρότερο του ορίου φτώχειας του 2009. Το 2022 το 23,1% των εργαζομένων (1 στους 4) διαβιούσε με χαμηλότερο εισόδημα από αυτό του ορίου φτώχειας του 2009.

Υπό αυτές τις συνθήκες και τη συγκεκριμένη πολιτική της κυβέρνησης είναι αδύνατον να επιστρέψουν οι 1.080.000 συμπολίτες μας οι οποίοι μετανάστευσαν (braindrain) στο εξωτερικό από το 2010 έως το 2022, με τους 867.000 εξ’ αυτών να βρίσκονται στην παραγωγική ηλικία των 15-44 ετών. Παρόμοια, οι μισθοί δεν μπορούν να αυξηθούν λόγω της χαμηλής παραγωγικότητας εργασίας και της έλλειψης ανταγωνιστικότητας, που οφείλονται στο τεράστιο επενδυτικό κενό της τελευταίας 15ετίας και παρά την εισροή δεκάδων δισ. από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα οποία απορροφώνται, ως επί το πλείστον, σε μη επενδυτικούς σκοπούς. Οι δε κενές θέσεις εργασίας, τις οποίες επικαλείται η κυβέρνηση, αφορούν θέσεις με πολύ χαμηλές αποδοχές, με ωράριο που υπερβαίνει κατά πολύ το οκτάωρο, είναι εποχικές και με άσχημες συνθήκες εργασίας γι’ αυτό και μη ελκυστικές.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ