Image

Ψέμα ο χορός του Ζαλόγγου για τη Ρεπούση

Η αριστερά του “αντιρατσισμού”: μύθος ο χορός του Ζαλόγγου για τη Ρεπούση

Φανατικά ενάντια σε ότι αφορά το Ελληνικό Έθνος και τον Ελληνισμό γενικότερα, στέκεται η κάποτε βουλευτής της ΔΗΜΑΡ, Μ. Ρεπούση. Είναι η ίδια η οποία αμφισβήτησε τη Γενοκτονία των Ποντίων, ενώ είχε χαρακτηρίσει ως «συνωστισμό», την σφαγή των μικρασιατών Ελλήνων στη Σμύρνη το 1922. Στη συνέντευξή της σε ραδιοφωνικό σταθμό, η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ δεν άφησε καμία αμφιβολία για τον διαβρωτικό της ρόλο στην ελληνική εκπαίδευση. Αποτελεί ίσως, τη βιτρίνα εκείνου του μηχανισμού ο οποίος επιδιώκει την με κάθε κόστος εθνική αποδόμηση. Πώς θα το πετύχει αυτό; Αντικαθιστώντας τα ιστορικά γεγονότα με ασύστολα ψεύδη, επιχειρώντας να καλύψει με ένα σκοτεινό νέφος, σημεία της ελληνικής Ιστορίας τα οποία έχουν ήδη φωτισθεί και τα οποία έχουν ενσταλαχτεί στη συνείδηση του Λαού μας.

Υποστήριξε η κυρία Ρεπούση, πως κάθε Λαός δημιουργεί εθνικούς μύθους. Σε αυτή την κατηγορία δήλωσε, ανήκει και ο χορός του … Ζαλόγγου!

Εκείνο το οποίο δεν είπε ή καλύτερα εκείνο το οποίο συνειδητά απέκρυψε, είναι το γεγονός πως υπάρχει μια σειρά αναφορών ξένων περιηγητών -ξένων και όχι Ελλήνων- οι οποίοι και βεβαιώνουν το τραγικό τέλος των γυναικών του Σουλίου.

Ο Πρώσος διπλωμάτης και περιηγητής Ιάκωβος Μπαρτόλντυ καταγράφει πρώτος το γεγονός στα 1803-1804, ευρισκόμενος στα Ιωάννινα. Το έργο του τιτλοφορείται «Ταξίδιον εις την Ελλάδα 1803-1804» και αναφέρει: «Καμιά εκατοστή απ’ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί βόρεια της Πρέβεζας στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου. Τους επιτέθηκαν εκεί θεωρώντας ότι τάχα αυτή η τοποθεσία, πράγματι ισχυρή, θα μπορούσε να τους προσφέρει ένα νέο τόπο μόνιμης διαμονής, όπου και η σφαγή που ακολούθησε υπήρξε φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν από τα βράχια με τα παιδιά τους που μερικά ακόμη βύζαιναν».

Σαφής αναφορά στο χορό του Ζαλόγγου υπάρχει και στο έργο του Άγγλου στρατιωτικού, αρχαιολόγου και περιηγητή Γουλιέλμου Μαρτίνου Λικ, «Περιήγηση στη Β. Ελλάδα», από πληροφορίες τις οποίες ο συγγραφέας συνέλεξε το 1805, υπηρετώντας το βρετανικό στέμμα στα Ιωάννινα.

«Περίπου 100 οικογένειες είχαν αποτραβηχτεί στο μέρος αυτό από το Σούλι και την Κιάφα, με συνθήκες και ζούσαν στο λόφο ανενόχλητες ώσπου έπεσε το Κούγκι. Τότε επειδή τάχα η περιοχή αυτή ήταν περισσότερη οχυρή ξαφνικά τους επιτέθηκαν με διαταγή του Βεζίρη. Όταν η κατάσταση έγινε απελπιστική ο Κίτσος Μπότσαρης και ένα τμήμα του διέφυγαν. Από τους υπολοίπους, 150 σκλαβώθηκαν και 25 κεφάλια στάλθηκαν στον Αλβανό Μπουλούκμπαση στην Καμαρίνα που διεύθυνε τις επιχειρήσεις, 6 άνδρες και 22 γυναίκες ρίχτηκαν από τα βράχια από το ψηλότερο σημείο του γκρεμνού, προτιμώντας έτσι παρά να πέσουν ζωντανοί στα χέρια των εχθρών τους. Πολλές γυναίκες που είχαν παιδιά τις είδαν να τα ρίχνουν με δύναμη προτού εκείνες κάνουν το μοιραίο πήδημα», αναφέρει ο Άγγλος.

Το 1820, ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ ο οποίος επί 10 έτη παρέμεινε στην αυλή του Αλή Πασά(η κυρία Ρεπούση μπορεί να τον χαρακτηρίσει και. πράκτορα των Ελλήνων!), εκδίδει τους τρεις τόμους του έργου του «Ταξίδι στην Ελλάδα», όπου καταγράφει εσφαλμένα πως στο Ζάλογγο οι Οθωμανοί γκρέμισαν τις γυναίκες. Το επόμενο έτος, εκδίδοντας νέους τόμους, περιγράφει το γεγονός με λεπτομέρειες:

«Ηρωικό θάρρος εξήντα γυναικών, που κινδύνευαν να παραδοθούν στη σκλαβιά των Τούρκων. Ρίχνουν τα παιδιά τους πάνω στους πολιορκητές σαν να ήταν πέτρες έπειτα, πιάνοντας το τραγούδι του θανάτου και κρατώντας η μιά το χέρι της άλλης, ρίχτηκαν στο βάθος της αβύσσου, όπου τα κομματιασμένα πτώματα των παιδιών τους δεν άφηναν μερικές να συναντήσουν το Χάρο, όπως θα το ήθελαν».

Αυτές είναι τρεις μόλις από τις πολλές αναφορές στο Χορό του Ζαλόγγου, μιας πράξης η οποία αποτελεί το αιώνιο Μνημείο της Γενναιότητας της Ελληνίδας γυναίκας και μάνας, την οποία όμως αμφισβητεί η κυρία Ρεπούση. Εκείνη ισχυρίζεται πως οι Λαοί πλάθουν εθνικούς μύθους. Κι εμείς θέτουμε το ερώτημα, το οποίο δε θα απαντηθεί ποτέ από την στρατευμένη ιστορικό η οποία έχει αναλάβει το έργο της διαστρέβλωσης της αλήθειας και της συνειδητής συσκότισης: τι όφελος είχαν οι ανωτέρω ξένοι περιηγητές να καταγράψουν ένα γεγονός φανταστικό, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός ελληνικού «εθνικού μύθου»;